- φθορώδης
- φθορ-ώδης, ες,A corrupt, pestilent,
τὸ φ. τοῦ ἀέρος Hdn.1.12.2
;αὐχμοί Lyd.Ost.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ φ. τοῦ ἀέρος Hdn.1.12.2
;αὐχμοί Lyd.Ost.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθορώδης — ῶδες, Α [φθορά ή φθόρος] ο μολυσμένος («τὸ φθορῶδες τοῡ ἀέρος», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek
φθορῶδες — φθορώδης corrupt masc/fem voc sg φθορώδης corrupt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορώδεις — φθορώδης corrupt masc/fem acc pl φθορώδης corrupt masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)